- ψήφισμα
- το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ ψηφίσματα», Αισχύλ.)νεοελλ.1. ψήφιση2. νόμος με αυξημένη τυπική ισχύ3. (δημ. δίκ.) ανώτατης ισχύος πολιτειακό κείμενο που ρυθμίζει θέματα συνταγματικού και, συναφώς, νομοθετικού περιεχομένουαρχ.1. (γενικά) νόμος2. κλήρος («ἀντὶ τοῡ εἰπεῑν ἐν τῷ δικαστηρίῳ κληρωθὲν τὸ γράμμα καὶ τὸ ψήφισμα, ὅ ἐστιν ὁ κλῆρος, δικάζειν τε καὶ δικαστὴν καθίστησιν», Σχόλ. Αριστοφ.)3. αριθμός4. φρ. α) «ψήφισμα γράφω» — εισάγω πρόταση προς επικύρωση (Αριστοφ.)β) «ψήφισμα ἐπιψηφίζω»(για πρόεδρο) θέτω σε ψηφοφορία (Αισχίν.)γ) «ψήφισμα νικῶ» — επιτυγχάνω κάτι με ψηφοφορία (Αισχίν.)δ) «ψήφισμα καθαιρῶ» — καταργώ ειλημμένο ψήφισμα, καταργώ νόμο (Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίζω, -ομαι. Οι τ. ψάπιγμα / ψάφιγμα είναι παράλληλοι διαλεκτικοί τ. τής αρχ., με ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. αόρ. ἐψάφιξα)].
Dictionary of Greek. 2013.